- έγκληρος
- ἔγκληρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.)3. πλούσιος4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς κεκτημένος», Ευρ. Ηρ.).
Dictionary of Greek. 2013.